- χρωματισμός
- Στη μουσική σημαίνει διαδοχή ήχων, ακόμα και της ίδιας βαθμίδας της μουσικής κλίμακας, που διαφοροποιούνται με τη χρήση ορισμένων σημείων, τα οποία αλλοιώνουν το τονικό ύψος των φθόγγων οξύνοντας ή βαρύνοντάς το κατά ένα τόνο ή ημιτόνιο. Τέτοια σημεία, που ονομάζονται σημεία αλλοίωσης, είναι, αντίστοιχα, η δίεση και η διπλή δίεση και η ύφεση και η διπλή ύφεση. Με τον χ. συνδέεται συχνά η σχέση με τους νόμους της αρμονίας του διατονικού συστήματος της δυτικής Ευρώπης, εφόσον οι αρμονικές απαιτήσεις καθορίζουν τις πιθανές λύσεις ενός χρωματικού μουσικού λόγου. Αυτό φαίνεται καθαρά από το γεγονός ότι τα ίδια ηχητικά αποτελέσματα, που παράγονται π.χ. από ένα ντο δίεση ή ένα ρε ύφεση και από ένα σι φυσικό ή ένα ντο ύφεση, είναι γραμματικά, δηλαδή διαφορετικά από αρμονική και μόνο άποψη, ανάλογα με το αν ο χ. υπεισέρχεται στον χώρο της μιας ή της άλλης τονικότητας. Με απλούστατα λόγια μπορούμε να πούμε ότι ο χ. πλουτίζει τη διατονική κλίμακα μεταβάλλοντάς την σε χρωματική, όταν περιλαμβάνονται και οι 12 φθόγγοι που περιέχονται μέσα στην οκτάβα.
Ο χ., που ως όρος προέρχεται από το λεγόμενο χρωματικόν γένος της αρχαίας ελληνικής μουσικής (διαδοχή φθόγγων και ημιτόνια), επηρέασε σημαντικά τα αρμονικά συστήματα της αρχαιότητας και απέκτησε μια δική του συγκεκριμένη εκφραστική πρωτοτυπία στα τέλη του Μεσαίωνα, ιδιαίτερα μάλιστα όταν άνθησαν τα κοσμικά μαδριγάλια, όπου διακρίθηκε ο Τζεζουάλντο ντα Βενόζα. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως στη φωνητική μουσική και επέφερε αμέσως, εκτός από την πολεμική και τις αμφισβητήσεις, και την ανάγκη τροποποίησης ή ακόμα και αντικατάστασης των μουσικών εκείνων οργάνων, των οποίων ο καθιερωμένος τότε τρόπος κουρδίσματος δεν ανταποκρινόταν στις νέες εκφραστικές απαιτήσεις της ενόργανης μουσικής. Μία σύνοψη του χ. βρίσκεται στη μουσική του Κλαούντιο Μοντεβέρντι, του Ορλάντο Λάσο, του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, του Ρίχαρντ Βάγκνερ και τέλος του Κλοντ Ντεμπισί. Ήδη στη μουσική του Ντεμπισί αλλά ιδιαίτερα στον 20ό αι., ο χ. θα οδηγήσει σιγά σιγά στην αποσύνθεση της έννοιας της τονικότητας και από εκεί στην ατονική μουσική και στο δωδεκάφθογγο σύστημα του Σένμπεργκ, οπότε όλοι οι φθόγγοι της χρωματικής κλίμακας θα αποσπαστούν από κάθε καθιερωμένη σχέση αρμονικής και διατονικής αλληλεξάρτησης.
* * *ο, ΝΜ [χρωματίζω]χρωμάτισμα, βάψιμονεοελλ.1. η ιδιάζουσα παραλλαγή τού χρώματος, απόχρωση, χροιά («ο νέος χρωματισμός τής αίθουσας»)2. (στον λόγο και στη μουσική) το χρώμα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή η διάνθισημσν.μτφ. επίπλαστο χρώμα, απάτη.
Dictionary of Greek. 2013.